-
1 δυστυχέω
Aἐδυστύχεον Hdt.8.105
: [tense] aor.ἐδυστύχησα Pl. Mx. 243a
: [tense] pf.δεδυστύχηκα Id.La. 183c
, Isoc.4.55, Lyc.Trag.5:— [voice] Pass., v. infr.:—to be unlucky, unfortunate, Hdt. l.c., etc.;ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν.. τοῖσι δὲ δ. A.Th. 482
(lyr.), cf.S.Ant. 1159; ;παίδων πέρι Id.Andr. 713
; ; ;κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Id.Alc.2.148d
;περί τι Plu.Cam. 11
: c. acc.,πάντα δυστυχῶ E.Hec. 429
; to be curst with..,AP
11.287 (Pall.);μανίαν Ach.Tat.4.17
; :—[voice] Pass. in same sense, ὅταν τις δυστυχηθῇ is made unfortunate, Pl.Lg. 877e;τὰ ὑφ' ἑτέρων δυστυχηθέντα Lys.2.70
, cf. Plu.Pyrrh.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστυχέω
См. также в других словарях:
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek